Πάνω από 200 E-Learning Προγράμματα

Έλλειψη δεξιοτήτων: ένα «αόρατο» πρόβλημα της αγοράς εργασίας

Κανείς εργοδότης δεν θα προσλάβει κάποιον που να είναι εντελώς ακατάλληλος. Θα πρέπει να κατέχει τουλάχιστον τις βασικές ικανότητες και δεξιότητες που απαιτούνται. Οπότε, μήπως τελικά η έλλειψη δεξιοτήτων είναι ένα ζήτημα χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα;

Η έλλειψη δεξιοτήτων, όπως επισημαίνει η σχετική ανάλυση του Cedefop[1], όχι μόνο δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας θέμα, αλλά και επηρεάζει αρνητικά την οικονομία μιας χώρας. Ο λόγος είναι απλός: οδηγεί σε χαμηλότερη από το απαιτούμενο απόδοση του εργαζομένου και, συνακόλουθα, σε μειωμένη παραγωγικότητα της επιχείρησης, οπότε η επιχείρηση συμβάλλει λιγότερο στην οικονομία. Επιπλέον, έχει αρνητικές συνέπειες και για τον ίδιο τον εργαζόμενο, από άποψη τόσο αμοιβής όσο και εξέλιξης, ενώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος της απόλυσης, εφόσον βρεθεί άλλος με περισσότερες δεξιότητες. Ωστόσο, φαίνεται να είναι πρόβλημα δυσεπίλυτο, καθώς, όπως αναφέρεται στην έρευνα του Cedefop European Skills and Jobs (2015), το 22% των υπαλλήλων στην ΕΕ θεωρούσαν ότι τη στιγμή της πρόσληψής τους παρουσίαζαν ελλείψεις ως προς τις δεξιότητές τους. Με άλλα λόγια, προσλαμβάνονται άτομα με δεξιότητες λιγότερες από τις απαιτούμενες.

Τρεις είναι οι βασικότερες θεωρίες που αιτιολογούν το φαινόμενο αυτό. Σύμφωνα με την πρώτη, ο εργοδότης δεν μπορεί να διακρίνει από την αρχή αν ο υποψήφιος έχει ή δεν έχει τις δεξιότητες που χρειάζεται, μιας και οι τίτλοι σπουδών είναι πιθανό ακόμα και να καλύπτουν την έλλειψη δεξιοτήτων. Με βάση τη δεύτερη θεωρία, οι εργοδότες αδυνατούν να προσελκύσουν τα κατάλληλα πρόσωπα, επειδή δεν προσφέρουν όσα θα κάλυπταν κάποιον με τις απαιτούμενες δεξιότητες, ενώ σύμφωνα με την τρίτη θεωρία η πρόσληψη υπαλλήλων με λιγότερες από απαιτούμενες δεξιότητες αποτελεί συνήθη πρακτική, λόγω χαμηλού μισθολογικού κόστους. Στη συνέχεια, τα άτομα αυτά επιμορφώνονται συνήθως πάνω στη δουλειά, ή συμμετέχοντας σε σχετικά προγράμματα. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρει και η έρευνα του Cedefop[2], δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους, π.χ. επειδή βρίσκονται σε αδιέξοδες εργασίες (27%).

Το πρόβλημα της έλλειψης δεξιοτήτων είναι περισσότερο εμφανές σε όσους βρίσκονται σε χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να φτάσει μέχρι και το 35% σε τομείς όπως ο κατασκευαστικός και ο τομέας πρωτογενούς παραγωγής. Ωστόσο, ακόμα και μεταξύ εκείνων που κατέχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπάρχει διαφορά στα ποσοστά, ανάλογα με το αντικείμενο σπουδών και απασχόλησης. Έτσι, στους τομείς των Μαθηματικών και της Στατιστικής παρατηρείται το χαμηλότερο ποσοστό απόκλισης, ενώ στους αποφοίτους Ιατρικής και επαγγελμάτων υγείας παρουσιάζεται το υψηλότερο ποσοστό απόκλισης, εξαιτίας της διαρκούς εξέλιξης της τεχνολογίας στον τομέα της υγείας. Επιπλέον, διαφορές στο ποσοστό απόκλισης μεταξύ παρεχόμενων και απαιτούμενων δεξιοτήτων παρατηρείται και σε άλλες ομάδες (π.χ. οι γυναίκες εργάτριες παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με τους άνδρες εργάτες).

Η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην κατοχή λιγότερων από τις απαιτούμενες δεξιότητες, μόλις έξι θέσεις από το Λουξεμβούργο, τη χώρα με τη χαμηλότερη αναντιστοιχία. Βρίσκεται σε καλύτερη θέση από χώρες όπως η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, αλλά πίσω από κράτη όπως η Γερμανία και η Σλοβενία. Αυτό είναι αρκετά ενθαρρυντικό, διότι δείχνει ότι, τουλάχιστον σε αυτόν τον τομέα, οι επιχειρήσεις στη χώρα μας καταφέρνουν να βρουν σε ικανοποιητικό επίπεδο άτομα με τις κατάλληλες δεξιότητες.

 

Πίνακας: Ποσοστό εργατών της ΕΕ, που θεωρούν ότι κατείχαν δεξιότητες λιγότερες από τις απαιτούμενες κατά την έναρξη της τρέχουσας εργασίας τους (2014, ΕΕ-28).

 

Για να αποκτήσουμε όμως μια καλύτερη άποψη αναφορικά με την κατάσταση των δεξιοτήτων στη χώρα μας, θα πρέπει να δούμε τη συνολική εικόνα. Διότι στο πρόβλημα των δεξιοτήτων περιλαμβάνεται και αυτό της κατοχής περισσότερων από τις απαιτούμενες. Εδώ, το πρόβλημα είναι ότι οι εργαζόμενοι συνήθως δεν έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις δεξιότητες που δεν χρησιμοποιούν. Όπως καταδεικνύει η έρευνα της Cedefop[3], υπάρχει σοβαρό ζήτημα με τους εργαζόμενους αυτής της κατηγορίας, λόγω κυρίως της κρίσης, οπότε και αναγκάζονται να εργαστούν σε δουλειές με λιγότερες απαιτήσεις. Έτσι, το 2014, από το συνολικό 29% των εργαζομένων που δήλωναν ότι έχουν πρόβλημα στην αντιστοίχιση των δεξιοτήτων τους με αυτές που απαιτούνται, το 17% ήταν άτομα με δεξιότητες περισσότερες από τις απαιτούμενες. Μάλιστα, το 25,2% των νέων εργαζομένων (24-35 χρονών) υψηλών προσόντων στην Ευρώπη βρίσκεται σε αυτή την κατηγορία.

Στη γενικότερη, λοιπόν, εικόνα αναφορικά με το πρόβλημα των δεξιοτήτων, η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως δείχνει και ο παρακάτω πίνακας. Αυτό δεν είναι άσχημο, αλλά δεν είναι απαραίτητα τόσο καλό, αν λάβουμε υπόψη τις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε ικανό εργατικό δυναμικό σε περίοδο συνεχιζόμενης κρίσης, ώστε να δοθεί ώθηση στις επιχειρήσεις και, κατ’ επέκταση, στην οικονομία.

Πίνακας 2: Μέσος όρος ανεπάρκειας δεξιοτήτων, ανά κράτος-μέλος της ΕΕ-28, 2014.

Πέρα από τα παραπάνω, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τα ακόλουθα στατιστικά στοιχεία της έρευνας ESJ της Cedefop: Στο 44% ανέρχονται οι υπάλληλοι που έχουν δεξιότητες λιγότερες από τις απαιτούμενες για να γίνουν πλήρως παραγωγικοί και έχουν ταυτόχρονα τη δυναμική να αναπτυχθούν μέσα στην εργασία τους. Από την άλλη, στο 27% βρίσκονται όσοι έχουν δεξιότητες πάνω από τις απαιτούμενες στην εργασία τους, αλλά έχουν λίγες δυνατότητες να αναπτυχθούν στην εργασία αυτή. Επίσης, οι υπάλληλοι που δεν έχουν αναπτύξει τις δεξιότητές τους από όταν άρχισαν να εργάζονται στη συγκεκριμένη εργασία φτάνουν το 22%, ενώ στο 33% ανέρχονται οι δουλειές, όπου οι υπάλληλοι χρειάζονται είτε βασικές ή και καθόλου γνώσεις πληροφορικής.

Τα παραπάνω στοιχεία φανερώνουν πως το ζήτημα των δεξιοτήτων γενικώς, αλλά και της έλλειψης δεξιοτήτων ειδικώς, είναι πολύπλευρο και αρκετά πολύπλοκο. Για την επίλυσή του απαιτείται συντονισμός όλων των παραγόντων που επηρεάζουν την αγορά εργασίας. Αυτό όμως που χρειάζεται είναι να γίνει αντιληπτή η μεγάλη του σημασία. Διότι το θέμα δεν είναι απλώς να «βγαίνει η δουλειά», αλλά να ασχολούνται με αυτήν άτομα με τις κατάλληλες δεξιότητες, ώστε να γίνεται σωστά και παραγωγικά.

Μιχάλης Κατσιμίτσης, PhD



[1] Cedefop, EU workforce: overeducated yet underskilled?, ESJsurvey INSIGHTS No 7.

[2] Cedefop, Skills, qualifications and jobs in the EU: the making of a perfect match?, 2015, http://www.cedefop.europa.eu/en/publications-and-resources/publications/3072,σ. 17.

[3] Cedefop,Skills, qualifications and jobs in the EU: the making of a perfect match?, ό.π., σ. 33.

 

Προγράμματα e-Learning

Uoa Gifts shop