Οι δεξιότητες είναι ένα ζήτημα που δεν αφορά μόνο όσους αναζητούν μία θέση στην αγορά εργασίας ή, εφόσον κατέχουν μια θέση, επιδιώκουν τη διατήρησή της. Έχει την ίδια σημασία και για τους εργοδότες, αλλά και για το ίδιο το κράτος. Μια αγορά που υπολειτουργεί, εξαιτίας ελλιπούς στελέχωσης των θέσεων εργασίας με το κατάλληλο δυναμικό, μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει για όλους (Δημόσιο, ιδιώτες επιχειρηματίες, πολίτες), οι οποίες επηρεάζουν όλες τις όψεις της κοινωνίας, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές κτλ. Για παράδειγμα, ένας δημόσιος οργανισμός, που δεν έχει στελεχωθεί με προσωπικό που κατέχει τις απαραίτητες δεξιότητες, επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, διότι απαιτούνται επιπλέον έξοδα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Επιπλέον, είναι δύσκαμπτος, οπότε δεν εξυπηρετεί όπως θα έπρεπε τους πολίτες. Πέραν τούτου, όμως, μία περίπτωση σαν κι αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως «παράδειγμα» για άλλους οργανισμούς κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη δεξιοτήτων αφορά όλους τους εμπλεκομένους παράγοντες στην αγορά εργασίας.
Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι η ανάγκη για ανάπτυξη δεξιοτήτων καθίσταται αντιληπτή από όλους, ούτε καν από τους ίδιους τους εργαζομένους, οι οποίοι (κατά μία έννοια) είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, εφόσον για αυτούς είναι ζωτικής σημασίας το αν θα βρουν εργασία ή όχι. Ως εκ τούτου, χρειάζονται ορισμένα κίνητρα που θα πρέπει να διαχυθούν σε όλο το φάσμα της αγοράς εργασίας, ώστε ο ενδιαφερόμενος να αντιληφθεί τη σημασία των δεξιοτήτων, αλλά και να μπορέσει να στραφεί προς την κατεύθυνση αυτή. Γι’ αυτό και η ομάδα εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην έκθεσή της «New Skills for New Jobs: Action Now» όχι μόνο επισημαίνει τη μεγάλη σημασία που έχει η παροχή κινήτρων προς όλους, αλλά και προτείνει ορισμένα μέτρα (ή κίνητρα).
Αναφορικά με τα άτομα, επισημαίνεται ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια ώστε να συνειδητοποιήσουν τη σημασία της εκτός σχολείου εκπαίδευσης, αλλά και να την επιδιώξουν, μιας και η στροφή προς μορφές διά βίου εκπαίδευσης παραμένει η εξαίρεση στον ευρωπαϊκό χώρο. Από την άλλη, οι δημόσιοι οργανισμοί θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν και ως προς αυτόν τον τομέα. Με άλλα λόγια, η εποχή της κρίσης θα πρέπει να τους οδηγήσει στο να εντείνουν παρά να ελαττώσουν τις προσπάθειες αυτές. Επιπλέον, θα πρέπει να προσαρμόσουν τις υπηρεσίες τους στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, διότι, όπως εύστοχα παρατηρείται, ένα πρόγραμμα που δεν θα βελτιώσει τις πιθανότητες κάποιου για εύρεση εργασίας είναι τόσο αναποτελεσματικό, σπάταλο και, ως εκ τούτου, άχρηστο και αρνητικό όσο και η μακροχρόνια ανεργία. Τέλος, οι ίδιοι οι εργοδότες θα πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία. Αντί για μείωση των επενδύσεων στην εκπαίδευση, λόγω της κρίσης, ή και απολύσεις, θα χρειαστεί να ακολουθήσουν εντελώς αντίθετη πορεία. Θα πρέπει να διατηρήσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους και να φροντίσουν να το εκπαιδεύσουν. Αυτό θα κοστίσει λιγότερο, μιας και δεν θα απαιτηθεί εκπαίδευση ως προς τη λειτουργία της εταιρίας, αλλά και θα αποφέρει περισσότερο, αφού ο υπάλληλος ήδη γνωρίζει τις ανάγκες της εταιρίας, οπότε αμέσως θα προσαρμόσει τις δεξιότητες που θα αναπτύξει προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης απόδοσης.
Το ζήτημα των δεξιοτήτων, επομένως, φανερώνεται ιδιαίτερα πολύπλοκο, για να αντιμετωπιστεί με αποσπασματικές κινήσεις. Δεν είναι μόνο το ότι αφορά όλους τους παράγοντες της αγοράς εργασίας, αλλά και το ότι θα πρέπει αυτοί να πειστούν με τα κατάλληλα κίνητρα, ώστε όχι μόνο να κάνουν ορισμένες δράσεις, αλλά και να προβούν στις ενέργειες εκείνες που θα έχουν αποτέλεσμα. Κι αν αυτό είναι κάτι που ίσως δεν φανεί να αποδίδει από τις πρώτες μέρες, το σίγουρο είναι ότι όσο πιο συστηματικά και πρακτικά το αντιμετωπίσει κανείς, τόσο πιο γρήγορα θα αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Μιχάλης Κατσιμίτσης, PhD